παπυρολογία

παπυρολογία
η
επιστήμη που ασχολείται με τα κείμενα που είναι γραμμένα σε παπύρους: Σπούδασε τρία χρόνια παπυρολογία στην Ευρώπη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

  • παπυρολογικός — ή, ό [παπυρολογία] ο σχετικός με την παπυρολογία …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • παπυρολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στην παπυρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. papyrologist (< πάπυρος + λόγος*)] …   Dictionary of Greek

  • φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… …   Dictionary of Greek

  • Μάγερ, Πάουλ Μάρτιν — (Paul Martin Mayer, Αμβούργο 1866 – Βερολίνο 1935). Γερμανός παπυρολόγος και νομικός. Αφού στην αρχή ασχολήθηκε με πολύπλοκα προβλήματα της επιστήμης του δικαίου, από το 1900 αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην παπυρολογία, στην έδρα της οποίας… …   Dictionary of Greek

  • Πεζόπουλος, Εμμανουήλ — (1880 – 1946). Φιλόλογος, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Ειδικεύτηκε στην αρχαία φιλολογία και παπυρολογία. Διετέλεσε συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας. Το 1922 διορίστηκε τακτικός καθηγητής της αρχαίας ελληνικής… …   Dictionary of Greek

  • Πετρόπουλος, Γεώργιος — (1897 – 1964). Νομομαθής, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας. Διετέλεσε διαδοχικά διευθυντής του Αρχείου Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και νομικός σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδας. Ειδικεύτηκε στη παπυρολογία… …   Dictionary of Greek

  • Τριανταφυλλόπουλος, Κωνσταντίνος — (Καρπενήσι 1881 – Αθήνα 1966). Έλληνας νομικός με πολυσύνθετη ακαδημαϊκή και επιστημονική δράση. Σπούδασε στο Γκέτινγκεν και στο Βερολίνο, δικηγόρος (1903), υφηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου (1908) τακτικός καθηγητής της έδρας (1918)· παύτηκε το 1920 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”